- φάβας
- ο, Ν [φάβα]μτφ. άνθρωπος ανόητος, βλάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάβας — ο άνθρωπος ανόητος, βλάκας: Είναι τόσο φάβας, που όταν μιλάει χασμουριέται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
φαβατάριον — τὸ, Α σκεύος για την παρασκευή φάβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabatarium «είδος χύτρας»] … Dictionary of Greek
Ανάφη — Νησί (38,35 τ. χλμ., 269 κάτ.) των Κυκλάδων. H ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι η Βίγλα (584 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες ρεβιθιών, φάβας, φασολιών, σιταριού και κρεμμυδιών. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή,… … Dictionary of Greek